- εύθηρος
- εὔθηρος, -ον (Α)1. ο τυχερός στο κυνήγι («εὔθηρος ὀρνέων ἵρηξ», Βάβρ.)2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που παρέχει πετυχημένο κυνήγι («εὐθήρω Πανί προσευξάμενοι»)3. ο κατάλληλος να δελεάζει το θήραμα, ο κατάλληλος για δόλωμα («καὶ ἔστιν εὔθηρα ταῡτα», Αιλ.)4. αυτός που έχει άφθονο κυνήγι («Μυκάλη τὸ ὅρος εὔθηρον καὶ εὔδενδρον», Στράβ.)5. το αρσ. ως ουσ. oἱ εὔθηροισύλλογος κυνηγών στην Πέργαμο6. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθηροντο επιτυχημένο κυνήγι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηρ «θηρίο, άγριο ζώο»].
Dictionary of Greek. 2013.